- αλωνάρικος
- -η, -οαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Ιούλιο, τον Αλωνάρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι + παραγ. κατάλ. -άρικος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλώνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 34 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαύρου. * * * το (AM ἁλώνιον, Μ και ἁλώνιν) (νεοελλ. μσν.) 1. επίπεδος κυκλικός χώρος στον αγρό, όπου γίνεται το … Dictionary of Greek